- προσεπευωνίζω
- Απουλώ ακόμη πιο φθηνά («ἐκεῑνα [τὰ ἀνδράποδα] πρὸς τὰς τῶν σωμάτων εὐεξίας καὶ εὐμορφίας ἢ τοὐναντίον προσεπευωνίζονται», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπευωνίζω «πουλώ σε χαμηλή τιμή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.